λιχανοειδής

λιχανοειδής
λιχανοειδής, -ές (Α) [λιχανός]
φρ. α) «λιχανοειδής τόπος» — το σημείο τής λύρας ή τής κιθάρας όπου κινείται ο λιχανός*. ο δείκτης τού χεριού
β) «λιχανοειδής φθόγγος» — ο υψηλότερος φθόγγος τού πυκνού, δηλ. τού μικρού διαλείμματος στη μουσική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”